λυπητικά

λυπητικά
λυπητικός
feeling pain
neut nom/voc/acc pl
λυπητικά̱ , λυπητικός
feeling pain
fem nom/voc/acc dual
λυπητικά̱ , λυπητικός
feeling pain
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυπητικά — και λυπητικῶς (Μ) επίρρ. βλ. λυπητικός …   Dictionary of Greek

  • λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”